- ευεκτώ
- (ε) αμετ.1) процветать, благоденствовать; быть зажиточным; 2) уст. быть здоровым, хорошо себя чувствовать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευεκτώ — (ΑΜ εὐεκτῶ, έω) [ευέκτης] είμαι καλά στην υγεία μου, έχω σωματική ευεξία νεοελλ. είμαι σε καλή οικονομική κατάσταση, έχω υλική, χρηματική ευεξία … Dictionary of Greek